Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑπὸ νόσου

См. также в других словарях:

  • болесть — БОЛЕСТ|Ь (70), И с. То же, что болѣзнь. 1.В 1 знач.: молѩше б҃а. и ст҃го оц҃а нашего ѳеодоси˫а. ѡ ѡслаблении болѥсти. ЖФП XII, 66а; почю ѡ(т)стоуплениѥ болести. и огню прѣстатиѥ. Там же; и б˫аста очи ѥмоу съдравѣ акы не имѣвъши болести ни слѣпоты …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μολυβδιώ — μολυβδιῶ, άω (Α) έχω το χρώμα τού μολύβδου («μολυβδιᾷς ὑπὸ νόσου», Κωμ. αδέσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + επίθημα ιάω, ώ, που δηλώνει ασθένεια (πρβλ. κυρτ ιώ, λεοντ ιώ)] …   Dictionary of Greek

  • προλαμβάνω — ΝΜΑ, και προλαβαίνω Ν 1. λαμβάνω κάτι πριν από κάποιον ή κάτι άλλο, λαμβάνω πρώτος (α. «προλαμβάνω τον μισθό μου» β. «προλαμβάνειν γάλα μετὰ μέλιτος», επιγρ.) 2. (η μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) προλαβών, ούσα, όν ο προηγούμενος νεοελλ. 1. φθάνω… …   Dictionary of Greek

  • συσπώ — συσπῶ, άω, ΝΑ [σπῶ] νεοελλ. μέσ. συσπώμαι, άομαι (για μυ) υφίσταμαι ακούσια συστολή αρχ. 1. συστέλλω, μαζεύω («συνέσπακε τὰς ὀφρῡς», Λουκιαν.) 2. συρράπτω («τὰς διφθέρας συνῆγον καὶ συνέσπων», Ξεν.) 3. μέσ. σύρω μαζί μου 4. παθ. μαζεύομαι, ζαρώνω …   Dictionary of Greek

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου …   Dictionary of Greek

  • θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ …   Dictionary of Greek

  • κοκίτης — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος. Προσβάλλει εκλεκτικά τις ανώτερες αναπνευστικές οδούς και χαρακτηρίζεται από τυπικούς παροξυσμούς σπασμωδικού βήχα, με σπασμό της γλωττίδας και αποβολή λεπτόρρευστης, βλεννώδους απόχρεμψης. Ο κ. προσβάλλει… …   Dictionary of Greek

  • παθολογία — Βασικός κλάδος της ιατρικής που μελετά τα αίτια, τη γένεση και την εξέλιξη των παθολογικών διεργασιών. Η π. ξεφεύγει από την εξέταση της μεμονωμένης κλινικής περίπτωσης του πάσχοντος ατόμου και μελετά τη νόσο στην τυπική της εικόνα,… …   Dictionary of Greek

  • TESTAMENTUM — I. TESTAMENTUM alienationis species est, et iuris naturalis. Quamvis enim id, ut actus alii, formam certam accipere possit a iure civili, ipsa tamen eius substantia cognata est dominio, et eô datô iuris naturalis. Possum enim rem meam alienare,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κρίση — I (Οικον.). Στην οικονομική ζωή, η κ. ανταποκρίνεται σε μια περίοδο οικονομικών δυσχερειών, αντίθετη προς τη φάση της ευημερίας. Στις εκβιομηχανισμένες οικονομίες, η κ. εμφανίζεται ως μία από τις επαναλαμβανόμενες φάσεις του οικονομικού κύκλου.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»